- αγγριφίζω
- αγγρίφισα, και αγγριφώνω αγγρίφωσα1. μτβ., πιάνω με αγγρίφι, γαντζώνω: Το αγγρίφισε γερά κι ήταν αδύνατο να φύγει.2. αμτβ., πιάνομαι γερά από κάπου, γαντζώνομαι: Για να μην τον πάρει το κύμα αγγρίφωσε στα βράχια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.